νταλιάνι

νταλιάνι
τό
1) ист. ружьё с коротким стволом; 2) рыбный садок в море

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "νταλιάνι" в других словарях:

  • νταλιάνι — και ταλιάνι, το 1. εμπροσθογεμές τουφέκι με μικρή κάννη που χρησιμοποιήθηκε και πριν από την Επανάσταση τού 1821 και κατά τη διάρκειά της («διατί να μη λάβωμεν εις χείρας εσύ το νταλιάνι σου κι εγώ το μηλιόνι μου», Παπαδ.) 2. (διαλεκτ.) α)… …   Dictionary of Greek

  • ταλιάνι — το, Ν βλ. νταλιάνι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»